κατενήνοθεν

κατενήνοθεν
κατενήνοθεν (Α)
(επικ. τ., γ' εν. και πληθ. πρόσωπο παρακμ.) εκάλυπτε ή εκάλυπταν («πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ώμους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ενήνοθεν (παρακμ. τού άχρ. ρ. ἐνέθω «καλύπτω», που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. επ-ενήνοθεν, παρ-ενήνοθεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατενήνοθεν — κατά ἐνήνοθε perf ind act 3rd sg κατά ἐνήνοθε plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”